παραλυτικός

παραλυτικός
-ή, -ό, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση
2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική
άτομο που πάσχει από παράλυση
νεοελλ.
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)
2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»
φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή τού εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση τού υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή τής χορδής τού τυμπάνου
β) «παραλυτικό βάδισμα»
ιατρ. απόκλιση τού βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση τού περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφία
γ) «παραλυτικός ίλιγγος»
ιατρ. νόσος τού αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλυτικός — paralytic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην παράλυση ή προκαλεί παράλυση: Ορισμένα φάρμακα έχουν παραλυτικές ενέργειες. 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από παράλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλυτικῶν — παραλυτικός paralytic fem gen pl παραλυτικός paralytic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικόν — παραλυτικός paralytic masc acc sg παραλυτικός paralytic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῖς — παραλυτικός paralytic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοί — παραλυτικός paralytic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῦ — παραλυτικός paralytic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικούς — παραλυτικός paralytic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικῷ — παραλυτικός paralytic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • paralítico — ► adjetivo 1 MEDICINA De la parálisis. ► adjetivo/ sustantivo 2 MEDICINA Que carece de movilidad o sensibilidad en alguna parte del cuerpo: ■ la arquitectura urbanística no facilita el tránsito a los paralíticos. SINÓNIMO hemipléjico …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”