- παραλυτικός
- -ή, -ό, ΝΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτικήάτομο που πάσχει από παράλυσηνεοελλ.1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή τού εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση τού υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή τής χορδής τού τυμπάνουβ) «παραλυτικό βάδισμα»ιατρ. απόκλιση τού βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση τού περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφίαγ) «παραλυτικός ίλιγγος»ιατρ. νόσος τού αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].
Dictionary of Greek. 2013.